Friday, August 8, 2014

Η "Κόκκινη Προβίά" των διανοουμένων




Το Congress of Cultural Freedom CCF θεωρείται μια από τις πλέον επιτυχημένες επιχειρήσεις  της CIA κατά την διάρκεια του ψυχρού πολέμου. Δημοσίευε λογοτεχνικά περιοδικά και πολιτικά περιοδικά όπως το Encounter, Die Monat, Epreuves, Tempo Presente, διοργάνωσε δεκάδες συνέδρια συγκέντρωσε  μερικούς από τους πλέον γνωστούς και έξοχους δυτικούς στοχαστές και επί πλέον έκανε ότι περνούσε από το χέρι του να βοηθήσει και να στηρίξει διανοουμένους πίσω από το σιδηρούν παραπέτασμα. Κατά κάποιο τρόπο αυτή η οργάνωση πανεπιστημιακών, καλλιτεχνών και ελεύθερων στοχαστών και πολλές φορές αντί-αμερικανών στην σύλληψη  όχι όμως στη δράση  κατόρθωσε από τα κεντρικά γραφεία της στο Παρίσι  να απλωθεί στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και να διακηρύξει δεξιά και αριστερά ότι ο κομμουνισμός παρ’ όλα τα φαινόμενα δεν ήταν παρά ένας αμείλιχτος εχθρός της τέχνης και της ελεύθερης σκέψης. Το CCF ήταν πράγματι μια ανεγνωρισμένου κύρους και συγχρόνως αμφιλεγόμενη επιχείρηση  της CIA κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.
Η CIA είναι γενικά αντιληπτή σαν μία διαβολική οργάνωση η οποία με μαεστρία ανάτρεψε κυβερνήσεις , Μοσαντέχ στο Ιράν 1953, Αμπενζ στη Γουατεμάλα το 1954, Υπέστει την καταστροφική νίλα του κόλπου των Χείρων, Εκτέλεσε το διαβόητο σχέδιο Φοίνιξ στο Βιετνάμ. Κατασκόπευσε χιλιάδες ανθρώπους ανά τον κόσμο. Επηρέασε δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις. Συνωμότησε για την δολοφονία πολιτικών ηγετών. Αρνήθηκε τα πάντα και ανέβασε κατά την πορεία της σε ύψη δυσθεώρητα την τέχνη της ψευτιάς  και της απάτης.
Παρ’ όλα αυτά η CIA κατόρθωσε στη πλέον πυκνή και έντονη φάση του Ψυχρού Πόλεμου,  επιδοτώντας ανάλογα,  να επιστράτευση τους διανοούμενους σε ένα αγώνα για την καρδιά και το μυαλό των ανθρώπων με τελικό στόχο να τους αποσπάσει από την επιρροή του Κρεμλίνου και να τους φέρει  κάτω από την κυριαρχία του αμερικανικού αιώνα.

Το 1945 ο πόλεμος έχει τελειώσει. Η κόκκινη σημαία κυματίζει στην καρδιά του Ράιχ. Οι τελευταίοι θύλακες αντίστασης των «παιδιών της λύκαινας»  έχουν εκκαθαρισθεί. Τα ραδιενεργά μανιτάρια στην Χιροσίμα και Ναγκασάκι κλείνουν το κεφάλαιο του τρόμου και της φρίκης και ανοίγουν το κεφάλαιο του ολέθρου.
Η Ευρώπη ρημαγμένη ηθικά και υλικά γλείφει τις πληγές της και προσπαθεί να εξορκίσει τον φασισμό και με λουτρό αίματος, η έκταση του οποίου είναι ακόμη άγνωστη, να εξαγνισθεί για να μπορέσει να διαδραματίσει ρόλο στα διεθνή δρώμενα.
Στην Γαλλία τα εκτελεστικά αποσπάσματα δουλεύουν νύχτα μέρα θυσιάζοντας  χιλιάδες ανθρώπους στον βωμό της εξιλέωσης του μιάσματος  του Βισύ. Στην Ιταλία οι φασίστες καταδιώκονται και εξοντώνονται σαν αγρίμια και τα κουφάρια τους πετιόνται στα χαντάκια των δρόμων για να ξεχασθούν.

Μέσα σ’ αυτό το χάος που θυμίζει τις «έρημες χώρες» του Ελλιοτ ή   τις «αποικίες των κολασμένων» του Κάφκα κυριαρχεί ένα αίσθημα ερήμωσης, απόγνωσης, απειλής, αγωνίας. «παντού στο κάστρο τη καρδιά το αποκαΐδια οι στάχτες». Για τους  ανθρώπους  τους απομονωμένους  μέσα στα απρόσωπα ερείπια, αποτέλεσμα τις μεγαλύτερης τραγωδίας  και φρίκης που γνώρισε η ανθρωπότητα, ευάλωτους με την αλλοτρίωση και τον θάνατο να παραμονεύει η ελευθερία δεν είναι ιδανικό αλλά φορτίο και άχθος.

Σ΄ αυτόν τον χαώδη κόσμο το φάντασμα του κομουνισμού άρχισε πάλι να πλανιέται πάνω από την Ευρώπη. Ο Στάλιν δαφνοστεφανομένος,  με τα λάβαρα του Γ’ Ράιχ στα πόδια του διεκδικούσε μερίδιο από την νίκη. Τα 20 εκατομμύρια νεκροί, η επική μάχη του Στάλινγκραντ,  η ηρωική αντίσταση του Λένινγκραντ, η τιτάνια σύγκρουση στο Κουρσκ και η ματοβαμμένη πορεία προς το Βερολίνο του έδιναν το δικαίωμα να απαιτεί.

Κατά την διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου η εικόνα της Σοβιετικής Ένωσης  είχε μεταλλαχθεί από αυτή του ιδεολογικού εχθρού σε εκείνη του γενναίου και ειλικρινή σύμμαχου. Το Hollywood το 1943 παρήγαγε το  «Αποστολή στη Μόσχα». Βασισμένο στο βιβλίο του Τζόζεφ Νταϊιβις  πρώην πρέσβη των ΗΠΑ στη Μόσχα. Είναι ένα φιλμ γεμάτο εγκώμια για την Σοβιετική Ένωση. Ένας παρόμοιος πατριωτικός πυρετός,  να νικήσουμε στον πόλεμο,  να συντρίψουμε τον φασισμό ώθησε το περιοδικό Life το Μάρτιο του 1943 να αφιερώσει ένα ολόκληρο τεύχος στη ΕΣΣΔ. Ο Στάλιν κοσμούσε το εξώφυλλο και το τεύχος ξεχείλιζε από τους επαίνους και τα εγκώμια για το ηρωικό λαό της ΕΣΣΔ και τον Ερυθρό Στρατό. Με  το τέλος του πολέμου όλα άλλαξαν. Τα φιλιά και οι αγκαλιές στις όχθες του Έλβα είχαν κρυώσει. Τους εναγκαλισμούς του εχθές  αντικατέστησαν οι ύβρεις και η καχυποψία Το 1945 έκλεινε με τους δύο πρώην συμμάχους να αλληλοϋποβλέπονται.


Στο πασίγνωστο και φημισμένο πλέον «Εκτενές Τηλεγράφημα» (Long Telegram) από την Μόσχα στις αρχές του 1946, ο Τζορτζ Κένναν, δεύτερος την τάξη στην αμερικανική πρεσβεία,  είχε διαγνώσει τον εν εξελίξει   ανταγωνισμό και αντιπαράθεση Ανατολής-Δύσης. Η σοβιετική Ένωση έγραφε  ότι ήταν «φανατικά προσηλωμένη στο πιστεύω ότι δεν μπορεί να υπάρξει  ένα modus vivendi  και ότι αν επιθυμεί την διατήρηση της Σοβιετικής ισχύος  πρέπει να έχει στόχο την διατάραξη της εσωτερικής  αρμονίας   της κοινωνίας μας, την καταστροφή του  παραδοσιακού  τρόπου ζωής μας  και την υπονόμευση της διεθνούς μας παρουσίας».
Ο Κένναν προέβλεψε ότι η Σοβιετική Ένωση και τα ανά τον κόσμο κομουνιστικά κόμματα θα προσπαθήσουν:
α) Να υπονομεύσουν το στρατηγικό δυναμικό των μεγαλυτέρων Δυτικών δυνάμεων.
β) Με βίαια μέσα να αποδυναμώσουν την ισχύ και επιρροή των Δυτικών στις  αποικίες.
γ) Οποίες κυβερνήσεις φέρνουν εμπόδια στους  πολιτικούς στόχους της Ρωσίας θα υποστούν πιέσεις ώστε να εγκαταλείψουν την εξουσία.
δ) Οι κομουνιστές θα προσπαθήσουν να καταστρέψουν κάθε μορφή προσωπικής, πολιτικής, οικονομικής, ηθικής, ανεξαρτησίας. 
ε) Κάθε αναγκαίο μέσον θα χρησιμοποιηθεί  ώστε η μια Δυτική δύναμη να ανταγωνίζεται την άλλη.
Στ) Γενικά όλες οι Σοβιετικές προσπάθειες σε παγκόσμια κλίμακα θα είναι αρνητικές και καταστροφικές με σκοπό την κατεδάφιση   των θέσεων ισχύος  που δεν είναι υπό σοβιετικό έλεγχο.

Ο Κένναν στο τηλεγράφημα του δεν κάνει προτάσεις, δεν συστήνει  δράση, απλά επισημαίνει στους αμερικανούς τους κινδύνους που ελλοχεύουν. «Πρέπει να διαπαιδαγωγήσουμε την κοινή  γνώμη για τους πραγματικούς σκοπούς  των Ρωσικών επιδιώξεων».   Αργότερα στο άρθρο του «Οι πηγές της Σοβιετικής συμπεριφοράς» που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Foreign  Affairs με υπογραφή «Χ»  προτείνει  την αντιμετώπιση του σοβιετικού προβλήματος.
«Το κύριο στοιχείο της οποιαδήποτε πολιτική των ΗΠΑ έναντι της Σοβιετικής Ένωσης  πρέπει να είναι μια μακροπρόθεσμη, υπομονετική, άλλα αμετακίνητη και άγρυπνη  ανάσχεση  των Ρωσικών επεκτατικών τάσεων». Το άρθρο «Χ» σκιαγράφησε αυτό που γρήγορα θα ονομασθεί η πολιτική της  ανάσχεσης . Η ανάσχεση, από απλή ιδέα πρόταση πολύ γρήγορα ενσωματώθηκε σε διαδοχικές οδηγίες του νεόδμητου Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας (NSC) των ΗΠΑ και απετέλεσε το θεμέλιο πάνω στο οποίο στήθηκε η γνωστή πλέον οδηγία 68 (NSC-68) ο ακρογωνιαίος λίθος της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής  στις σχέσεις με την Σοβιετική Ένωση και τον κόσμο όλο και κάλυπτε κάθε πλευρά στρατιωτική, οικονομική, πολιτική, και πολιτιστική.

Ο Πρόεδρο Τρούμαν διατύπωσε την αντιπαράθεση με την Σοβιετική Ένωση  με μια ρητορική σαφήνεια που η οποία απέκλειε το κάθε ενδεχόμενο συζήτησης: «Δεν πρέπει να μας προκαλεί σύγχυση το πολιτικό ζήτημα με το οποίο είμαστε αντιμέτωποι σήμερα.... είναι τυραννία ή ελευθερία... και ακόμη χειρότερα ο κομουνισμός αρνείται την ύπαρξη του Θεού» Ο Τρούμαν  συνεπικουρούμενος από τα μέσα ενημέρωσης, χώρισε τον κόσμο σε δύο ασυμβίβαστα στρατόπεδα, του καλού και του κακού, των ευσεβών και των άθεων, των  εκλεκτών και των καταδικασμένων, των πατριωτών και των  απάτριδων, με άλλα λόγια ο σοβιετικός κομουνισμός συμβόλιζε πλέον ότι οι αμερικανοί είχαν διδαχθεί από τα γεννοφάσκια τους να μισούν και να φοβούνται περισσότερο, τον σατανά. Από την στιγμή που η αμερικανική πολιτική έγινε ο καθρέφτης αυτής της μανιχαϊκής αντίληψης κάθε συζήτηση η οποία θα αμφισβητούσε την σοφία και την λογική της  αποκλειότανε εκ προοιμίου.

Τις 6 Μαρτίου 1946 στο Πανεπιστήμιο Μπέιλορ στο Τέξας  ο Πρόεδρος Τρούμαν  εκφώνησε ένα λόγο που περιείχε ένα σημαντικό πολιτικό μήνυμα. Στο Μπέιλορ οι τέσσερις ελευθερίες του Ρούσβελτ – ελευθερία του λόγου, ελευθερία της λατρείας του Θεού, ελευθερία από την ένδεια, ελευθερία από το φόβο – που ήταν οι κινητήριος δύναμη του αντιφασιστικού αγώνα  περιορίστηκαν σε τρεις διαμορφώνοντας τους στόχους και τον σκοπό της νέας αμερικανικής πολιτικής. Η ελευθερία από τον φόβο και η ελευθερία από την ένδεια,  με τα έντονα κοινωνικά τους μηνύματα και αποχρώσεις  ξεχάστηκαν, τις  αντικατέστησε η ελευθερία της οικονομίας. «Είναι αλήθεια ότι οι δυο πρώτες είναι στενά συνδεδεμένες με την τρίτη της ελεύθερης οινονομίας»  Με αυτή την απλή φράση ο πρόεδρος συνεκαίρανε ελευθερία και καπιταλισμό. Ένα συγκερασμός,  οποίος έχει βαθιές ρίζες στο αμερικανικό υποσυνείδητο, αλλά τώρα πλέον αποτελούσε το υπομόχλιο και κινητήριο δύναμη της νέας εξωτερικής πολιτικής. Κατά την διάρκεια του ψυχρού πολέμου η ελεύθερη οικονομία ανακηρύχθηκε στην υπέρτατη δύναμη που κατηύθυνε  κάθε άλλη δραστηριότητα και στην οποία ελευθερία όλε οι άλλες υποτάσσονταν και μπαίνανε σε δεύτερη μοίρα. Η ιδέα της ελεύθερης οικονομίας ήτανε το τέλειο άλλοθι για την εκλογίκευση  της  αντικομουνιστικής  υστερίας.
Έξη ημέρες μετά το λόγο του στο Μπέιλορ ο Τρούμαν ανήγγειλε την αρχή ανελέητης  πάλης σε παγκόσμια κλίμακα ενάντια στο κομουνισμό. Μία πάλη   η οποία είχε μεσσιανική ρητορική και ιεραποστολική αντίληψη, οι δυνάμεις του φωτός ενάντια στις δυνάμεις του σκότους, η ελευθερία ενάντια στην τυραννία.  Από την στιγμή εκείνη και μέχρι το τέλος του ψυχρού πολέμου η λέξη «ελεύθερος»  σήμαινε μη κομουνιστής  οπαδός του καπιταλισμού και κατά προτίμηση αντικομουνιστής και φυσικά όπως φαίνεται από τις σχέσεις των ΗΠΑ με τα αυταρχικά καθεστώτα της Ισπανίας Πορτογαλίας, Ιράν, Νοτίου Αφρικής , κ.α.  δεν σήμαινε αναγκαστικά και δημοκρατικός

Ο αμερικανικός λαός κατευθυνόμενους με μαεστρία από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, πολιτικούς σχολιαστές, δημοσιογράφους και «ειδικούς» μετέθεσε το μίσος κατά  της Χιτλερικής Γερμανίας στη Σοβιετική Ένωση του Στάλιν. Ακολουθώντας τα προηγούμενα καχυποψίας για καθετί σοσιαλιστικό η κομμουνιστικό η μετάβαση από το ένα μίσος στο άλλο ήταν πράγματι  πολύ εύκολη. Η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει στο αμερικανικό κοινό την φύση του κόκκινου κινδύνου δεν ήταν άλλη από την γλώσσα των καλόγερων που μιλούσαν για την αιώνια πάλη του καλού ενάντια στο κακό
Το Hollywood στρατεύθηκε από τους πρώτους στον «ιερό πόλεμο». Η μετάβαση από φιλμ που παρουσίαζαν τους Σοβιετικούς ως γενναίους συμμάχους σε αχρείους που επιβουλεύονταν τον αμερικάνικο «τρόπο ζωής», και εχθρούς της ελευθερίας  ήτανε ταχύτατη. Οι καλοί αμερικανοί, οι αγνοί πατριώτες, οι φιλάνθρωποι  και αφελής πέφτανε στα νύχια αδίστακτων κομουνιστών   συνοδοιπόρων που δείχνανε άκακοι και απλοί καθημερινοί φίλοι αλλά που κρύβανε κάτω από τον μανδύα της  καλοσύνης καρδία τίγρης.
Τον Απρίλιο του 1949 με ένα ένθετο δυο σελίδων με φωτογραφίες μεγέθους ταυτότητας το περιοδικό Life έδινε πρόσωπο στον κόκκινο κίνδυνο και παρείχε επιπλέον αποδείξεις για την ύπαρξη του κινδύνου. Οι φωτογραφίες ήταν άνθρωποι που το περιοδικό χαρακτήριζε «αφελείς και συνοδοιπόρους» της κομουνιστικής συνομωσίας. Το άρθρο που συνόδευε το ένθετο δεν ονόμασε κανένα κομουνιστή  αλλά ξεκαθάρισε ότι αθώοι ή ένοχοι δουλεύουν για το Κρεμλίνο με τον ίδιο τρόπο που δουλεύουν τα δεδηλωμένα μέλη του κόμματος. Μεταξύ αυτών που είδαν την φωτογραφία τους στο Life ήτανε μερικοί από τους πιο σημαντικούς   καλλιτέχνες, συγγραφείς ηθοποιούς  μουσικούς  όπως  οι Τσάρλι Τσάπλιν, Αλμπερτ Αϊνστάιν, Νόρμαν Μάιλερ, Λέοναρδ Μπερνστειν, Ααρών Κόπλαν και άλλοι, σύνολο πενήντα.

Τα λαϊκά μυθιστορήματα δεν ξέφυγαν από τη αντικομουνιστική υστερία. Η «Νύχτα Μοναξιάς » του Μίκυ Σπιλέην πούλησε εκατομμύρια αντίτυπα για να μπορέσουν οι αναγνώστες να καμαρώσουν τον σκληρό Μάικ Χάμμερ να κομπάζει για τα αντικομουνιστικά του κατορθώματα, και να αφομοιώσουν την συνταγή  θεραπευτικής αγωγής που αρμόζει σε αυτού του είδους καθάρματα:
« Μη τους συλλαμβάνεται, μη τους δικάζεται.... μεταχειριστείτε τους όπως θα μεταχειρίζονταν εμάς....Δώστε τους  να δοκιμάσουν την γεύση του θανάτου....»

Με ανάλογη προθυμία ο Καπετάν Αμέρικα, ο ήρωας των κόμικς, άλλαξε και από κυνηγός ναζί έγινε αμείλιχτος εχθρός «των κόκκινων  καθαρμάτων».

Η ιστορία από «κάλλιστη παιδεία προ αγαθόν βίον», ακολουθώντας την δήλωση προτροπή του προέδρου της Αμερικανικής Ιστορικής Εταιρείας -«Ολοκληρωτικός πόλεμος ψυχρός ή θερμός επιβάλλει την στράτευση όλων και καθένας καλείται να παίξει τον ρόλο του. Ο ιστορικός δεν είναι περισσότερο απαλλαγμένος από υποχρεώσεις από τον φυσικό»-  έπεσε στα νύχια εμπαθών ιστοριοδιφών που τυμβορυχώντας στα απορρίμματα των αρχείων συνέτασσαν ιστορικά παραμύθια που σκοπό είχαν όχι την εκπαίδευση ελευθέρων πολιτών, αλλά την διαπαιδαγώγηση απνόων υποτακτικών που είχαν ένα μόνο δικαίωμα, κατανάλωση. Το «μονοπάτι των δακρύων» από όπου πέρασαν χιλιάδες Ινδιάνοι του έθνους των Τσερόκοι εξαφανίστηκε  Οι «λήσταρχοι βαρόνοι» (Μοργκαν, Ροκφέλλερ, Κάρνεγκι) των αρχών του αιώνα από εξαγριωμένοι αδίστακτοι καπιταλιστές έγιναν καλοπροαίρετοι, φιλάνθρωποι και αισθητικοί που αγαπούσαν τα λουλούδια, την ποίηση, την τέχνη.

Οι πανεπιστημιουπόλεις από κέντρα ελεύθερης διακίνησης ιδεών, διάλογου και δημιουργικής ανταλλαγής απόψεων είχαν γίνει φαλαγγιστήρια αδιαφορίας απάθειας και οι  φοιτητές μετατραπεί σε φοβισμένους παθητικούς αποδέκτες της εκ των άνω σοφίας προσεκτικούς  με ποιόν και για τι θα μιλήσουν.   Μια πολιτική ατονία κυριαρχούσε. Οι εργοδότες  θα λατρεύσουν αυτή την γενιά καμία ερώτηση κανένα παράπονο όλα όμορφα τέλεια ούτε διαδηλώσεις ούτε απαιτήσεις ή διεκδικήσεις. «καματερά ανθρωπόμορφα σπρωγμένα από την βουκέντρα φαρμακερή και αλύπητη» της συγκατάβασης και της υποταγής. Ήτανε η γενιά του apple-pie, base ball και Chevrolet. Ο ποιητής Άλεν Γκίνσμπεργκ στο επικό μοιρολόι του «Κραυγή» θρήνησε το τραγικό χαράμισα του ανθρώπου «είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου κατεστραμμένα από τρέλα».



Την δεκαετία του 50 το Time χαιρέτησε τον «άνθρωπο της συγκατάβασης». Οι επόπτες γραμμών είχαν πετύχει, με αφορμή τον κόκκινο κίνδυνο, την επιβολή της δικτατορίας της συγκατάβασης και ήσυχοι και ικανοποιημένοι μπορούσαν να συμφωνήσουν «Μέσα πάμε καλά!».
Και πράγματι, στο εσωτερικό των ΗΠΑ η αντικομουνιστική σταυροφορία στέφθηκε με επιτυχία. Κάθε κύτταρο κάθε ιστός της αμερικανικής ζωής ξεκαθαρίστηκε από κάθε τι που θύμιζε έστω και στο ελάχιστο την ρητορική του κομουνιστικού μιάσματος, Ο αντικομουνισμός ήταν η αφορμή για ξεκαθαριστούν παλαιοί λογαριασμοί.  Οι εταιρείες  τον χρησιμοποίησαν για να εξαφανίσουν οποιαδήποτε επίχρισμα κοινωνικού κράτους είχε απομείνει από την πολιτική του Ρούσβελτ. Ο ιατρικός κόσμος ορθώθηκε  να καταγγείλει προτάσεις κοινωνικής ιατρικής σαν σοσιαλιστικά αγκάθια. Οι συντηρητικοί άρπαξαν την ευκαιρία, που τους έδινε η αντικομουνιστική υστερία, από τα μαλλιά για να κατεδαφίσουν τα απομεινάρια των φιλελευθέρων μεταρρυθμίσεων του New Deal. Εργοδότες διέλυσαν εργατικές ενώσεις πολλές φορές με την βοήθεια της Μαφία. Η ελευθερία της σιωπής είχε απλωθεί από την μια ακτή στην άλλη.


Με τον αμερικανικό λαό χειραγωγημένο και εξημερωμένο η προσοχή τώρα στρέφεται στην Ευρώπη
Τα κομουνιστικά  κόμματα κυρίως στην Γαλλία και Ιταλία καταξιωμένα και σφυρηλατημένα μέσα από την αντίσταση και την αντί-φασιστική πάλη κυριαρχούν στην πολιτική σκηνή και συμμετέχουν στις κυβερνήσεις. Οι  λαοί κατατρεγμένοι και ρημαγμένοι από τον επικό ξολοθρεμό που κατά την γνώμη τους ξεκίνησαν  οι δυνάμεις του καπιταλισμού και κερδίσθηκε με την τεραστία θυσία και τους ποταμούς αίματος της Σοβιετικής Ένωσης στρέφουνε τα μάτια τους προς το Κρεμλίνο  σαν τη μόνη ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. 


Η γενική δοκιμή των ιδεολογικών ταγμάτων εφόδου της δύσης έλαβε χώρα στην Νέα Υόρκη κατά την διάρκεια μιας παγκόσμιας συγκέντρωσης υπέρ της  ειρήνης  στο ξενοδοχείο Waldorf Astoria. Τον Μάρτιο του 1949, το ξενοδοχείο Waldorf Astoria της Νέας Υόρκης φιλοξένησε  μια από τις πιο παράξενες συγκεντρώσεις  στην αμερικανική ιστορία. Λιγότερο από τέσσερα χρόνια μετά από την ήττα της Γερμανίας , 800 προεξέχοντες άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών συναθροίστηκαν στο Waldorf Astoria.για να απαιτήσουν  ειρήνη  με το Στάλιν,  με κάθε μέσο, κάθε τρόπο, κάθε κόστος  και οποιαδήποτε τιμή. Αμερικανοί, συμπεριλαμβανομένων της Λιλλιαν Ηελλμαν, του Ααρών Κοπλαν, Άρθουρ  Μίλερ , και του νεαρού  Νόρμαν Μαιλερ,  ενώθηκαν  με τους ευρωπαίους  και σοβιετικούς εκπροσώπους για να αποκηρύξουν «τους πολεμοκάπηλους των ΗΠΑ» Ο ρώσος συνθέτης Ντιμίτρι Σοστακόβιτς κατήγγειλε στους συνέδρους  ότι «μια μικρή κλίκα ατόμων που μισούν την ανθρωπότητα «προετοίμαζε μια παγκόσμια ανάφλεξη» και  προέτρεψε  τους προοδευτικούς καλλιτέχνες για αγώνα κατά των νέων φασιστών που  επιδίωκαν την παγκόσμια κυριαρχία. Αμερικανοί  συμμετέχοντες στις συζητήσεις  υιοθέτησαν  τους  φόβους  του ρώσου  συνθέτη για το ενδεχόμενο μίας νέας  σύγκρουσης, ενός νέου πολέμου.  Ο θεατρικός συγγραφέας Κλίφορντ  Οντετς  κατήγγειλε «τους εχθρούς  του ανθρώπου»  και διακήρυξε  ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες αναταράσσονταν   σε μια κατάσταση «ιερού τρόμου»  από ψευδείς εκθέσεις  της δήθεν  σοβιετικής επιθετικότητας.  Ο συνθέτης Κοπλαν δήλωσε ότι: «οι παρούσες πολιτικές της αμερικανικής κυβέρνησης θα οδηγήσουν αναπόφευκτα σε έναν τρίτο παγκόσμιο πόλεμο.»

Την παράσταση της  διάσκεψη  ειρήνης στο Waldorf. έκλεψε ο Σιντνει Ηούκ. Πρώην κομουνιστής ο Χούκ  δίδασκε στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και ήταν ο εκδότης  του σοσιαλιστικού περιοδικού «The New Leader». Δέκα χρόνια  νωρίτερα αυτός και ο μέντορας  του Τζόν Ντούι είχαν ιδρύσει μια αμφισβητούμενη ομάδα αποκαλούμενη Επιτροπή για την Πολιτιστική Ελευθερία, η οποία επιτέθηκε και στον κομμουνισμό και στο ναζισμό. Οργάνωσε τώρα μια παρόμοια επιτροπή για να παρενοχλήσει τη διάσκεψη ειρήνης στο Waldorf Astoria.

Η νέα ομάδα του Χούκ  ονομάστηκε  Αμερικανοί για τη Πνευματική Ελευθερία. Στο κατάλογο της  περιελάμβανε μεγάλα ονόματά όπως τους κριτικούς Ντουάιτ Μακντόναλντ  και Μαίρη Μακκάρθη, τον συνθέτη Νίκολα  Ναμπόκοφ, τον σχολιαστής Μαξ  Είστμαν. Ο δημοσιογράφος Αρνολντ Μπέιχμαν,  φίλος των  αντικομουνιστών  εργατοπατέρων, θυμάται τον ενθουσιασμό με τον οποίο οργανώθηκε η αντί-συγκέντρωση  «δεν είχαμε προσωπικό, δεν είχαμε μισθούς δεν είχαμε χρήματα να πληρώσουμε. Αλλά μέσα σε μία  ημέρα πλημμυρήσαμε  με ανθρώπους που προσφέρονταν «εθελοντικά».  Ένας από τους φίλους του Μπέιχμαν, ο εργατοπατέρας Ντουμπίνσκι, έκλεισε την σουίτα στο Warlord Astoria.  Έπεισε το πλήρες  Waldorf να παραχωρήσει στον  Χούκ  και την ομάδα μια ολόκληρη σουίτα (« τους είπα εάν δεν παραχωρήσετε την σουίτα  θα κλείσουμε το ξενοδοχείο,» εξήγησε στον  Μπέιχμαν), και μια άλλη γνωριμία στην εργατική  ένωση εγκατέστησε 10 τηλεφωνικές γραμμές την Κυριακή πρωί.

Ο Χούκ  και η παρέα του καπέλωσαν  την παράσταση . Υπέβαλαν ενοχλητικές  ερωτήσεις  στους σοβιετικούς  εκπρόσωπους στις συζητήσεις των  επιτροπών  της διάσκεψης και οργάνωσαν μια αντί-συγκέντρωση διαμαρτυρίας  στο κοντινό πάρκο Bryant. Οι εφημερίδες με άρθρα εξέθεσαν τις δραστηριότητες των Αμερικανών για τη Πνευματική  Ελευθερία λεπτομερώς σχετικά με τη διάσκεψη ειρήνης.  «η μόνη εφημερίδα  που ήταν ενάντια σε αυτή την προσπάθεια ήταν οι New York Times», θυμάται  ο   Μπέιχμαν.  «χρόνια  αργότερα απεδείχθη  ότι ο ρεπόρτερ   ήταν μέλος του κόμματος.»
Ο Σιντνει Ηούκ προκάλεσε πανδαιμόνιο στη κομουνιστικής έμπνευσης  συνάντηση στο Waldord Astoria με την καλά οργανωμένη πρόκληση της ομάδας   Αμερικανοί υπέρ της Ελευθερία και Δικαιοσύνης, πρόδρομου του Κονγρέσσου της Πολιτιστικής Ελευθερίας. Στο παρασκήνιο η CIA κινούσε τα νήματα. Ο Φράνκ Γουάισνερ επικεφαλής του Γραφείου Συντονισμού Πολιτικής, Office of Policy Coordination (OPC)  έστειλε τον Μάικλ  Τζόσσελσν, τον μετέπειτα εκτελεστικό γραμματέα του CCF, να παρακολουθήσει και να καταγράψει τον σφυγμό του συνεδρίου.
Μετά το Waldorf Astoria το ψυχρό πολεμικό ιερατείο ανησυχεί, ότι αυτοί οι οποίοι διαμορφώνουν τη κοινή γνώμη, την επηρεάζουν και της δίνουν κατεύθυνση θα ήταν η εμπροσθοφυλακή του αριστερού κινήματος  που θα έφερνε τα πάνω κάτω και θα παρέδιδε την ρημαγμένη Ευρώπη στον Στάλιν Αναρωτιόντουσαν όπως  παλαιότερα Ο Λένιν. «Τι Να Κάνουμε;»


Το τι πραγματικά έγινε ήτανε μια γιγαντιαία προσπάθεια να χειραγωγηθεί η συνείδηση μιας ολόκληρης γενιάς και να μπει στο καλούπι της Δύσης. Στόχος  του μυστικού πολέμου ενάντια στο κομουνισμό, ήταν να δέσει στο άρμα   της αμερικανικής κεφαλαιοκρατίας την δυτική διανόηση (ή «η υπεράσπιση του  ελεύθερου κόσμου»).  Αποστόλη  της CIA ήταν η ιδεολογική και πολιτική «ανάσχεση» του σοβιετικού ολοκληρωτικού κομμουνισμού, η οποία στόχευσε όχι τόσο πολύ στην αναχαίτιση των στρατιών τεθωρακισμένων  του Στάλιν στο πέρασμα της Φούλντα, όσο  τα ανεξάρτητα εργατικά συνδικάτα, σοσιαλιστικά κόμματα, προοδευτικά κοινωνικά κινήματα, τα  εθνικό απελευθερωτικά κινήματα  στις αποικίες .  Ήταν μία αποστολή που η CIA πήρε πολύ στα  σοβαρά. Για να επιτευχθεί ο στόχος,  η CIA ήλεγξε και εξαγόρασε αεροπορικές εταιρείες, ραδιοφωνικούς σταθμούς, εφημερίδες, περιοδικά, ασφαλιστικές εταιρείες, ακόμη και ακίνητη περιούσια
Οπλισμένη με εκατομμύρια δολάρια, τόσα πολλά που δεν ήξερε που να πρώτο δώσει,  προχώρησε στη επίτευξη του σκοπού.
.Ποσά τεράστια για την εποχή τους σχημάτισαν μια τεχνητή λίμνη, μια θάλασσα που ο καθένας ήθελε να τσαλαβουτήσει, ένα τεράστιο λιβάδι που όλοι θέλανε να το βοσκήσουν.  Κύριος στόχος αυτού του πακτωλού χρημάτων ήταν η δημιουργία ενός πολιτιστικού ΝΑΤΟ

Μόλις ελήφθη η απόφαση για την έναρξη του πολιτιστικού πολέμου   τέθηκε το ερώτημα ποιοι θα είναι αυτοί που θα επωμισθούν την αποστολή να κερδίσουν τις καρδιές και το μυαλό των λαών του κόσμου υπέρ της Αμερικής και ενάντια της Σοβιετικής ένωσης. Οι παραδοσιακοί δεξιοί, οι αντί-μαρξιστές  και αντί-κομουνιστές του μεσοπολέμου είχαν εκτεθεί ανεπανόρθωτα συνεργαζόμενοι η απλά ανεχόμενοι τον φασισμό. Άλλοι  είχαν δολοφονηθεί (Τζιοβάνι Τζεντίλε), εκτελεσθεί (Μραζιγιάκ), αυτοκτονήσει (Ντριε Λα Ροσέλλε).    Όσοι είχαν επιζήσει της μεταπολεμικής κάθαρσης προσπαθούσαν απελπισμένοι  να δικαιολογήσουν τη στάση τους και την ανοχή τους στην φασιστική βαρβαρότητα (Χάιντεγκερ),  ζούσαν μέσα στη απαξίωση και την λησμονιά (Σελίνε), είχαν κλειστεί ι σε τρελοκομεία (Πάουντ)  η είχαν περάσει στη άλλη όχθη (Μαλαπάρτε).  Οι άνθρωποι της  CIA κατάλαβαν  ότι έπρεπε να ψάξουν αλλού και από ότι φάνηκε δεν ήταν και τόσο πολύ δύσκολο.. Oι μόνοι εφοδιασμένοι με τις απαραίτητες γνώσεις και το αναγκαίο πάθος για την σταυροφορία κατά της Σοβιετικής Ένωσης δεν ήταν άλλοι από τους πρώην κομμουνιστές. Την μόνη ιδεολογική έκφραση αντίστασης στα σχέδια του Κρεμλίνου εκπροσωπούσε η μαρξιστική αλλά «προοδευτική» (αποκομμένη από την σοβιετική καθοδήγηση) άλλη Αριστερά. Αριστερά που η CIA στην γραφειοκρατική της διάλεκτο  τίμησε με το δικό της ακρωνύμιο και παρέμεινε γνώστη στην ιστορία της περιόδου σαν NCL (Non Communist Left) η Μη Κομμουνιστική Αριστερά. Για τους ανθρώπους της CIA η προώθηση της αριστερά αυτής είχε σαν απώτερο σκοπό να αποτελέσει το θεμέλιο πάνω στο οποίο θα κτιζόταν  το οικοδόμημα του πολιτιστικού πόλεμου ψυχρού πολέμου. 
 
 
Με την διάλυση  της Comintern το  1943, κίνηση καλής θελήσεως του Στάλιν προς τους  δυτικούς συμμάχους του, ένας εσμός επαγγελματιών του αγκιτ-προπ  βρέθηκε άνεργος. Είχανε υπηρετήσει με θέληση και πάθος τον Στάλιν καθ’ όλη την διάρκεια του μεσοπολέμου. Είχαν θυσιαστεί για πολλά χρόνια να λατρεύουν και να χειροκροτούν κάποιους μεγάλους ήρωες του διεθνιστικού τους οράματος και μέσα σε λίγες ώρες ή μέρες να αναθεματίζουν τα ίδια πρόσωπα σαν «προδότες», «πράκτορες του εχθρού», «ξεσκολισμένους χαφιέδες», «πουλημένους στην αντίδραση». Είχαν μάθει να διασώζονται  όχι με επίπλαστες δικαιολογίες άλλα με θωρακισμένες ψυχολογικές βεβαιότητες. Ο επί χρόνια εθισμός στην  άσκηση της παρασημαντικής θέσεων και ιδεών δημιούργησε τον ανθρωπολογικό τύπο με την ακρωτηριασμένη ανάπηρη λογική τον στεγανό εγκλεισμό στην ψυχοπαθολογική μονομέρεια  στην θρησκοληψία του φανατισμού για την διάσωση της ύπαρξης ακόμη και με θυσία της νοημοσύνης.  Είχανε κλείσει τα μάτια στο δράμα του ρωσικού λαού κατά την πείνα του 20  Την ονόμασαν, μάλιστα,  «...πείνα προς τη δόξα...». Οι δίκες παρωδία της Μόσχας τους είχαν αφήσει αδιάφορους, ακόμα και όταν οι παλαιοί  μπολσεβίκοι, ο ένας μετά τον άλλον, προσέφεραν το σβέρκο τους στους μπόγηδες.  Ο βρόχος  που έκοψε το νήμα της ζωής  του Βίλλι Μιντζενβεργκ έκοψε τις γέφυρες που τους συνέδεαν με την Σοβιετική Ένωση, κατεδάφισε την άλλοτε γοητευτική και πανίσχυρη ιδεολογία. Δυστυχισμένοι Κοριολανοί , μαρξιστές, τροτσκιστές και όλοι αυτοί που κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου αποτελούσαν τους μπροστάρηδες του αριστερού κινήματος, ορφανά της «ροζ επανάστασης», ταλαιπωρημένα αουτσάιντερ της πάλης των τάξεων που ξαφνικά έμειναν άνεργοι στο κρύο, αιωρούμενοι στο κενό κάθε νοήματος  της ύπαρξης και της ζωής,  ψάχνανε με απελπισία να βρουν την χαμένη αρρενωπή συντροφικότητα τους και ένα καινούργιο αφεντικό και προστάτη.  Καιρός ήτανε να μεταγραφούν.  Οι ανάγκες της ζωής καθορίζουν τις διεργασίες της συνείδησης. Δήλωσαν απογοητευμένοι από τον κομμουνισμό. Πρώτα χρειαζόταν μια  δήλωση μετανοίας και αυτή ήλθε με την μορφή του βιβλίου «Ο Θεός Απέτυχε» το οποίο περιείχε δοκίμια από τους «μυημένους»  Άρθουρ Κέστλερ, Ιγνάτιο Σιλόνε, και Ρίτζαρντ Ράιτ. και τους πιστούς εξ αποστάσεως  Αντρέ Ζιντ, Λουι Φισερ, Στεφεν Σπεντερ. Ήτανε ένα έργο επινόησης και διανόησης. Επινοήθηκε από του πράκτορες και γράφτηκε από τους διανοούμενους  ομοτράπεζους και εταίρους της πάλαι ποτέ Κομιτερν και του Βίλλυ Μιντσεμπεργκ. Μέσα από τις  σελίδες του «Ο Θεός Απέτυχε» οι πρώην αγκιτάτορες και προπαγανδιστές των Σοβιετικών  δήλωσαν μετάνοια, ανακυκλώθηκαν, απολυμάνθηκαν από το μικρόβιο του κομουνισμού, με ανάδοχο  την CIA  βαφτίσθηκαν στην κολυμπήθρα του Σιλωάμ και με γενιτσαρικό φανατισμό άρχισαν της συνεργασία τους με τα καινούργια αφεντικά για να υπομονεύουν την Σοβιετική μηχανή την οποία στο παρελθόν είχαν τόσο καλά λαδώσει.

Οι σχηματοποιημένοι πρώην σταλινικοί  λειτούργησαν συσπειρωτικά ώστε να βρει στέγη ένας ευρύτερος ιδεολογικός κόσμος του οποίου η εμβέλεια θα ήτανε περιορισμένη ή ανύπαρκτη στην κυριαρχούμενη από τα κομουνιστικά κόμματα Ευρώπη.  Η   ιδεοπολιτική φυσιογνωμία αυτού του συνονθυλεύματος εκτεινότανε από την άκρα «αριστερά» μέχρι την άκρα «δεξιά». Με την βοήθεια και αρωγή  της CIA απέκτησε σάρκα και οστά.  Με την ονομασία CCF έμελλε να κυριαρχήσει καθοδηγήσει και ποδηγετήσει  την κάθε, μορφωτική, πολιτισμική δραστηριότητα και έκφραση της Ευρώπης


Το CCF έκανε την παρθενική του εμφάνιση το 1950 με μια διάσκεψη στο Βερολίνο  των 200 παγκοσμίως  κορυφαίων αντικομουνιστών διανοούμενων.    Σ΄ αυτό, το χρηματοδοτημένο  από την  CIA, «πανηγύρι ελευθερίας» με την Ελλάδα να  εκπροσωπείται από τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο μαζεύτηκαν  μυθιστοριογράφοι  J.T. Φάρελλ, Μαίρη  ΜακΚάρθυ, Κάρσον ΜακΚάλλερς, ηθοποιοί  Ρομπερτ Μοντγκόμερι, ποιητές Τ.Σ. Ελλιοτ ,  θεατρικοί συγγραφείς Τέννεσση  Ουίλλιαμς, φιλόσοφοι Ισα Μπερλίν , Ηάννα Αρεντ, πρώην  μαρξιστές, Τζαίημς Μπάρνχαμ, Σίντνευ Ηούκ  Ιρβιν Κριστόλ -- ο πρώτος συντάκτης του Encounter και πρώην ειρηνιστές   Μπέρτραντ  Ράσσελ, υποστηρικτής του CCF και συνήγορος του πυρηνικού πολέμου ενάντια στην μπολσεβίκικη απειλή.
Η υποψία συμμετοχής  της CIA στη γέννηση του CCF, πλανιότανε πάνω από το συνέδριο αλλά η θρησκευτική λατρεία της «ελευθερίας» του αντικομουνισμού μαζί με την απλοχεριά της που έπεσε όπως το «μάννα» εξ ουρανού  ανέστειλε την ικανότητα κριτικής ανάλυσης και εκχώρησε στην επιτελική ομάδα της CIA  την σκέψη, την κρίση και την νοημοσύνη. Εξασφαλίζοντας  τον έλεγχο του  CCF η CIA το πρόσθεσε στον κατάλογο των «οργάνων διαφώτισης». με την κωδική ονομασία  QKOPERA.
Ο κύριος αγωγός   για τη μεταφορά  των κεφαλαίων της CIA στο CCF ήταν ιδρύματα μαϊμού.  Εκατομμύρια δολαρίων διοχετεύθηκαν μέσω του ιδρύματος Farfield. Επιχειρηματίες που θέλησαν να βοηθήσουν  την κυβέρνηση δάνεισαν τα ονόματά τους στο ίδρυμα ώστε να υπάρχει εύλογη κάλυψη. Υπαρκτά Ιδρύματα οργανώνομενα και χρηματοδοτημένα  από τους μεγάλους κεφαλαιοκράτες (όπως Ροκφέλλερ, Φόρντ  και Κάρνεγκι)  επίσης ενέργησαν ως αγωγοί για τα ξέπλυμα των δολαρίων της CIA.
Τα χρήματα των υπηρεσιών  παραλήφθηκαν χωρίς πολλές ερωτήσεις, χωρίς τιμολόγια.  Μερικές φορές παραδόθηκαν σε φακελάκια χωρίς προσχήματα κατευθείαν  στα γραφεία του  CCF.
Αυτή  η  οικονομική  απλοχεριά λάδωσε τα γρανάζια  ενός υπερβολικού κυκλώματος διεθνών διασκέψεων για τους  φιλελεύθερους  διανοητές  κανένας από τους οποίους  δεν αναρωτήθηκε ποιος πλήρωνε πραγματικά το λογαριασμό για τα εστιατόρια πολυτελείας, τους καπνιστούς  σολομούς, τα χαβιάρια τις λιμουζίνες,  τα πρώτης θέσης αεροπορικά  εισιτήρια, τα έξοδα διαμονής στην βίλα Μπελλάτζιο στις όχθες της λίμνης Κόμο, που λειτουργούσε σαν θέρετρο ανάπαυσης και ανανέωσης των αξιωματικών της πολιτιστικής ψυχροπολεμικής στρατιάς. Καμία ερώτηση δεν υποβλήθηκε για το εάν η μυστική χρηματοδότηση
από τα χέρια της CIA υπονόμευσε την ίδια την φύση της ελεύθερης σκέψης. Στο ψυχρό πολεμικό κουκλοθέατρο δεν υπήρχε θέση για αμφισβητίες.  

Το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων πήγε στο περιοδικό Encounter, μια κοινοπραξία των  βρετανικών  και αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών και «ένα από τα αποφασιστικά ιδεολογικά, αντί- κομμουνιστικά  όπλα  του ψυχρού πολέμου».  
Η καθορισμένη εκδοτική πολιτική CIA, απόκλειε τα άρθρα ενοχλητικά στην πολιτική ημερήσια διάταξή
 Η άμεση επέμβαση ήταν σπάνια. Υπήρχαν πάντα οι  έμπιστοι  στα γραφεία σύνταξης, και, εν πάση περιπτώσει, η φιλελεύθερη  διανόηση  μοιράστηκε την πολιτική ορθοδοξία  της κεφαλαιοκρατίας και λειτούργησε μέσα στα όρια της αποδεκτής και παραδεκτής ορθής άποψης (σίγουρα καμία  ύποπτη σοσιαλιστική παρέκκλιση). Για να διατηρηθούν τα προσχήματα δημοσιεύτηκαν φληναφήματα κριτικής των ΗΠΑ επιδερμικά άοσμα και άγευστα  του τύπου «Θρησκεία και Πολιτική στις ΗΠΑ».  Ποτέ δεν ασκήθηκε κριτική στην πολιτική των Δυτικών  ανά τον κόσμο. Η Σοβιετική Ένωση κατηγορείτο για αποικιοκρατία την ίδια στιγμή που οι    γνήσιοι αποικιοκράτες με πρωτοφανή θηριωδία πνίγανε στο αίμα τα απελευθερωτικά κινήματα της  Κένυας, Κύπρου, Μαλαισίας. Οι κρεμάλες στην Κύπρο, η βαρβαρότητα των  στρατοπέδων  συγκεντρώσεως στην Κένυα δεν απασχόλησαν ποτέ τους ρέκτες της «ελευθερίας». Ενώ η Αμερική, η χώρα των αφεντικών σπαρασσότανε από τον αγώνα των μαύρων για ανθρώπινα δικαιώματα στις σελίδες των οργάνων του CCF, ούτε μια λέξη για τα λιντσαρίσματα, τις δολοφονίες αγωνιστών η το κάψιμο εκκλησιών.
Ενώ το  CCF κατηγορούσε συνεχώς τους σοσιαλιστές για τον κρατικό έλεγχο των τεχνών στη Σοβιετική Ένωση το κεφάλαιο και το κράτος (η CIA και οι επιχειρησιακοί σύμμαχοί της ) στη Δύση συνέργησαν για να διαχειριστούν τον «ελεύθερο» πολιτισμό
Το 1952, παραδείγματος χάριν, η CIA χρηματοδότησε το πολιτιστικό πανηγύρι  στο Παρίσι  «Τα αριστουργήματα του 20ού Αιώνα»  υπερβολή του μοντερνισμού. Στραβίνσκι, Σέονβεργκ Κόπλαν  με την συμφωνική ορχήστρα της Βοστόνης παρουσίασαν στο κοινό τη μουσική που ο Στάλιν είχε αποκλείσει  ως έκφραση της «παρακμής των αστών». Την ίδια ώρα  στις αποβάθρες της Μασσαλίας, η CIA σε αγαστή συνεργασία με το οργανωμένο έγκλημα και του μπράβους του κινητοποιείτο  για να σπάσει την απεργία των λιμενεργατών που απειλούσε τις αποστολές όπλων  ΝΑΤΟ.
Η CIA είχε και αλλά κρυφά ατού για την προώθηση της πολιτιστικής  πίτας. Επιχορήγησε συντάκτες και εκδότες   για να προαγάγει από  βιβλία κλασσικών  «σωστών»  αμερικανών συγγραφέων  μέχρι κόμικς και Μίκυ Μάιους.  Δραστηριοποιήθηκε επίσης στη χρηματοδότηση και την προώθηση της αφηρημένης  τέχνης («ελεύθερη σκέψη  που ζωγραφίζει»!), πολλοί ζωγράφοι αυτής της σχολής  (συμπεριλαμβανομένου του Τζάκσον Πόλλοκ ευεργετήθηκαν. Η τέχνη αναπτύσσεται στην ελευθερία, πιστοποιεί το CCF. και με  δολάρια της CIA, επίσης, ξέχασαν να προσθέσουν. Μια καλό λαδωμένη κοινοπραξία κριτικών, γκαλερί, περιοδικών τέχνης, μουσείων συνέπραξε να παρουσιασθεί η αφηρημένη τέχνη σαν η υπέρτατη  μορφή ελεύθερης έκφρασης σε αντίθεση με τον κρατικά επιχορηγούμενο «σοσιαλιστικό ρεαλισμό».
 Με συγκεκαλυμμένες εκστρατείες σπιλώματος απέτρεψε την οποιαδήποτε  αναγνώριση στους ανυπόταχτους  προοδευτικούς καλλιτέχνες, συμπεριλαμβανομένης της πρώτης   πρότασης  απονομής   του   βραβείου Νόμπελ στο Πάμπλο Νερούντα η στον Νίκο Καζαντζάκη..


Το Hollywood προσαρμόστηκε γρήγορα στην νέα κατάσταση και στα νέα καθήκοντα που υπαγόρευαν οι ανάγκες του ψυχρού πολέμου. Οι ταινίες ήταν μεγάλη επιχείρηση και οι σημαντικότερες εταιρίες  παραγωγής κινηματογραφικών έργων  καλωσόρισαν με ανοικτές αγκάλες τους «φύλακες της κεφαλαιοκρατικής  ελευθέριας». Η Παραμάουντ, παραδείγματος χάριν, στέγασε έναν μυστικό πράκτορα της CIA που καθοδηγούσε τους παραγωγούς και σκηνοθέτες κινηματογραφικών έργων σύμφωνα με τις κατάλληλες ιδεολογικές γραμμές. Η κινηματογραφική μεταφορά των έργων του πληροφοριοδότη των μυστικών υπηρεσιών Όργουελ, «Η Φάρμα των Ζώων» και «1984» προσαρμόστηκαν  στις ανάγκες διαφώτισης και διαπαιδαγώγησης των μαζών στην εικονική πραγματικότητα της ελεύθερης κοινωνίας. 






Η Φαούστεια συνδιαλλαγή κράτησε μέχρι τα μέσα της  δεκαετίας  του 60. Οι καλά κρυμμένες υποψίες άρχισαν να αποκτούν έκφραση. Οι New York  Times δημοσίευσαν αποκαλύψεις. Το περιοδικό Ramparts ξεσκέπασε την πλεκτάνη, την προδοσία των διανοουμένων υπαλλήλων. Η αντίδραση υπήρξε άμεση το ιερατείο αντέδρασε με πολύ λογισμό, πολύ πάθος αλλά καθόλου αυτοπεποίθηση. Κατακεραύνωσε τους συντάκτες ως συκοφάντες, μίσθαρνα όργανα συνωμοσιολογίας που δεν καταλαβαίνανε  τίποτε από την μεγαλοσύνη και την ανιδιοτέλεια του αγώνα. Οι μηνύσεις έπεσαν σωρηδόν. Όλα τελείωσαν και ο κάθε κατεργάρης μπήκε στο πάγκο του όταν ο νονός της CIA Τομ Μπράντεν τον Μάιο  1967 με άρθρο του στο Saturday Evening Post ξεσκέπασε την όλη επιχείρηση. Με την δύναμη  που αντλούσε  από τα φακελάκια που είχε μοιράσει,  ξεσκέπασε τους πάντες και τα πάντα. Με  κυνικότητα, αλαζονεία  και έπαρση δήλωσε απλά ότι τους είχε όλους στο τσεπάκι του. Δεν γινότανε τίποτα, δε γραφότανε τίποτα, δεν κουνιότανε τίποτα στη ψυχροπολεμική Ευρώπη  χωρίς να έχει πρώτα εγκριθεί από αυτούς που κρατούσανε το μετρητό. Η CIA είχε ανακηρυχθεί σε παγκόσμιο υπουργείο πολισμού. Μετά την δημοσίευση του άρθρου αποκάλυψη οι  αμετανόητοι ψέλλισαν το γνωστό «δεν ήξερα»
 Τις  παραμικρές ελπίδες  για αθωότητα τις διέλυσε ο πολύς Σίντνεϋ Χούκ, ο γνωστός από το Waldorf Astoria. Στην αυτοβιογραφία του απλά και σταράτα δήλωσε με σαφήνεια που δεν έπαιρνε ερμηνείες  «κανείς  δεν ήθελε να μάθει!».



Η επιχείρηση αυτή βάζει πολλά ερωτηματικά  Κατά πόσον η επιλεκτική επιχορήγηση διαστρέβλωσε τις διαδικασίες που παράγουν ιδέες;  Οι άνθρωποι που επιλέγηκαν για να προωθηθούν στα φώτα της δημοσιότητας άξιζαν πραγματικά; Επιλέγηκαν για την πρωτοτυπία των ιδεών τους; Την δύναμη της δημιουργίας ή απλά και μόνο επειδή είχαν την ικανότητα να χορεύουν στον ρυθμό της CIA.  Μήπως ο αείμνηστος στοχαστής Εντουαρντ Σαϊντ είχε δίκιο όταν έγραφε «ο οργανωμένος , από τις ΗΠΑ, αντικομουνισμός οδήγησε στη δυναμική υποστηρίξει δια μέσου της CIA μίας κατά τα άλλα ασήμαντης ομάδας όπως το CCF». Η ανωτέρω παρατήρηση ανοίγει τους ασκούς του Αιόλου της υποκρισίας  εκείνων  που συμμετείχαν σ αυτό το θέατρο σκιών. Πως είναι δυνατόν η πολυδιαφημισμένη ιδέα της ελεύθερης  κοινωνίας της Δύση να προωθείται δεξιά και αριστερά από αυτούς που  εν αγνοία της κοινής γνώμης χρηματοδοτούνται από κρατικούς μηχανισμούς χωρίς οι ιδέες τους και τα πολιτικά πιστεύω να μην είναι υποχείρια αυτών που κρατούσαν το πουγκί.
Με λίγα λόγια η ελεύθερη κοινωνία με την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών δεν ήταν παρά μια φενάκη.
Η διασύνδεση με την CIA καθόρισε την οπτική γωνία από την οποία θα κρίνουμε τις δραστηριότητες του CCF. Η διασύνδεση αυτή  έχει  αναγκάσει τους υποστηριχτές του να βρίσκονται στην ανάγκη να το υπερασπίζονται και να απολογούνται πολύ περισσότερο από ότι οι κατήγοροι.
Το CCF ήταν απλά μια μετωπική οργάνωση ένα συνονθύλευμα   ατόμων μαριονέτες που τα νήματα κινούσε η CIA η οποία μπορεί να οργάνωσε και χρηματοδότησε  αλλά ο κοινός τόπος και η κοινή ρίζα των ανθρώπων που μπήκαν στη υπηρεσία της υπήρχε ήδη. Η CIA απλά έδωσε το κίνητρο να ομογενοποιηθεί  αυτό το ετερόκλητο συνονθύλευμα  να απόκτηση στόχο και σκοπό ύπαρξης.  Μερικά από τα «μεγαλύτερα» ονόματα στη φιλοσοφία, την πολιτική, κοινωνιολογία και την τέχνη κέρδισαν δημόσια αναγνώριση πριμοδοτούμενη από την  CIA.   Χρηματοδοτώντας το CCF η CIA χρησιμοποίησε την εικόνα της ελευθερίας των διανοουμένων και την ανασύσκευασε  σαν την έκφραση της συνείδηση του ελευθέρου κόσμου φύλακα  των άξιων που θα αντιμετώπιζε την παρουσία της Σοβιετικής Ένωσης σαν του μόνου εκφραστή ελπίδας. Οι διασκέψεις τα συνέδρια και τα επιστημονικά περιοδικά καθιέρωσαν τα πρότυπα συμπεριφοράς βασισμένα σε καθαρά πολιτικές παραμέτρους Όχι αξία, ούτε ικανότητα αλλά υποταγή και υποτέλεια στην καθορισμένη από την Ουάσινγκτον πολιτική γραμμή ήταν οι προϋποθέσεις για μελλοντικές  θέσεις σε ιδρύματα, μουσεία και πανεπιστημιακές έδρες.
Η μοναδική διάρκειας , καταστρεπτική επιρροή του CCF,  της CIA, δεν ήταν η υπεράσπιση συγκεκριμένων αμερικανικών  ιμπεριαλιστικών πολιτικών, αλλά η επιτυχία στην επιβολή στις επόμενες γενεές των διανοούμενων της ιδέας του αποκλεισμού οποιασδήποτε συζήτησης του αμερικανισμού από τα πολιτιστικά και πολιτικά δρώμενα.  Το ζήτημα δεν είναι εάν μπορούν οι σημερινοί διανοούμενοι ή καλλιτέχνες να υποστηρίξουν μια προοδευτική θέση σε αυτό ή το άλλο  ζήτημα. Το πρόβλημα είναι η κυρίαρχη πεποίθηση μεταξύ των συγγραφέων των καλλιτεχνών των πανεπιστημιακών  ότι οι αντί-ιμπεριαλιστικές κοινωνικές και πολιτικές εκφράσεις δεν πρέπει να εμφανιστούν πουθενά . Η πολιτική νίκη της CIA ήταν να πείσει τους διανοούμενους ότι η σοβαρή και συνεχής πολιτική δέσμευση είναι ασυμβίβαστη με την εναντίωση  στα σχέδια της και τις διεργασίες της «Νέας Τάξης»
Όταν η «σύγκρουση των πολιτισμών» κατά Χάντιγκτον και η παγκοσμιοποίηση αντικατέστησαν την ψυχροπολεμική ρητορική, στα πανεπιστήμια  στις εφημερίδες, στα ΜΜΕ, στα αποθετήρια σκέψης, στις ομάδες αυθεντίας   και σε οτιδήποτε διαμορφώνει την κοινή γνώμη οι άξιες  του ψυχρού πολέμου, που επέβαλε η  CIA δια μέσου του CCF, είναι ορατές και κυρίαρχες: ποιος τολμά να φωνάξει «ο βασιλιάς είναι γυμνός»;


Το Ιδεολογικοπολιτικό συνονθύλευμα του CCF, που ροκάνισε το προοδευτικό κίνημα της Ευρώπης, κλωνοποιήθηκε όπως η προβατίνα Ντόλη δημιουργώντας επιγόνους ομοτροπίας σε ιστορικές συνθήκες εντελώς διαφορετικές. Το  σημερινό εκφυλισμένο σύμφυρμα παρατάχθηκε   με τον αγγλοαμερικανικό άξονα  στην αιματηρή εθνο κάθαρση δεκάδων χιλιάδων Σέρβων και τη δολοφονία αθώων πολιτών από τα ιπτάμενα einsatzgruppen του ΝΑΤΟ.
 Έχει βαλθεί να υποστηρίζει με πάθος και  φανατισμό κάθε αυθαιρεσία του αγγλοαμερικανικού άξονα,  κάθε παράβαση του καταστατικού χάρτη των Ηνωμένων Εθνών,  κάθε βιασμό της εννοίας Διεθνούς Δικαίου,   κάθε νομιμοποίηση παραβίασης  των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την καθολική και παντοτινή καταστολή της ανεξαρτησίας των λαών.   Οι επίγονοι του CCF δεν ανησυχούν γιατί οι αξίες υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η ηθική αλληλεγγύη προς τα θύματα καταπίεσης και μαζικού εξανδραποδισμού δεν είναι ανάγκη να επιβληθούν ή να αναχαιτίσουν την γενοκτονία των Ιρακινών, των Αφγανών, τον εκπατρισμό των Παλαιστινίων  η την εθνοκάθαρση στην Βόρεια Κύπρο. Οι εγχώριοι κλώνοι, ερωμένοι του Χάντιγκτον σε όλες τις ιδεολογικοπολιτικές τους εκδοχές και συγκυρίες με τρομακτικές ανασφάλειες, επιθετικές φοβίες που γεννάει η ανορθόλογη φυγή στο μηδενισμό, τον πανικό που κρύβεται μέσα σε κάθε μαινόμενο ιδεολόγο ανοίγουν την κερκόπορτα από όπου περνάει η ξενοκρατία, η ξένη εξάρτηση και ο αυταρχισμός . Πάγια χαρακτηριστικά των ιδεολογικοπολιτικών εκλογικεύσεων της  ντόπιας συντεχνίας των  κλωνοποιημένων  νεροκουβαλητών της Νέας Τάξης    είναι η προσπάθεια απώθησης στο κοινωνικό περιθώριο κάθε προσπάθειας υπεράσπισης παραδοσιακών ιδιαιτεροτήτων, η αμφισβήτηση της φιλοπατρίας, τα αναμάσημα  μαρξιστικών καταλοίπων  περί διεθνισμού, η καλλιέργεια αμπελοφιλοσοφημάτων περί κοσμοπολιτισμού και παγκοσμιοποίησης που εμφανίζουν τις πατρίδες ως περιττές και η καλλιέργεια της θέσης ότι η υποταγή στην θέληση του ισχυρότερου αποτελεί, δήθεν, αναγκαιότητα στην οποία οι αδύναμοι θα πρέπει, δήθεν, να υποτάσσονται μονίμως και αδιαμαρτύρητα. Οι θέσεις τους κινούνται σε διανοητικό επίπεδο παιδαριώδους  κραυγαλέου ανορθολογισμού με πολύ λογισμό, λίγη  διαίσθηση, αλλά καθόλου αυτοπεποίθηση. Η παρακολούθηση των  διανοητικών τους ακροβατισμών γεννάει πανικό, ναυτία και εμετό. Αν έχει μείνει ακόμη στην σημερινή Ελλάδα κανένας πραγματικά αληθινός  διανοούμενος  αφού εντρυφήσει στα κείμενα του Γκαίμπελς και τα κείμενα των σημερινών επιγόνων - κλώνων  ας βγάλει συμπέρασμα για το που πάμε!

Saturday, January 29, 2011

Αντι-Αμερικανισμός

Ο αντι-αμερικανισμός στην Ελλάδα αποτελεί το πλέον αγαπημένο θέμα διαφόρων μελετητών, αναλυτών, πανεπιστημιακών, δημοσιογράφων και πολλών άλλων. Έφθασαν, μάλιστα, στο σημείο να εφεύρουν και τον νεολογισμό "αντιαμερικανισμός". Σε αντίθεση με τον αντι-ναζισμό, αντι-φασισμό, αντι-κομμουνισμό και κάθε αντι-ισμο που χρίζουν ορισμού, οι δικοί μας "έξυπνοι" και αδίστακτοι προπαγανδιστές επιστημονικά μεταμφιεσμένων ιδεολογικοπολιτικών εκλογικεύσεων μηχανεύτηκαν το απλό ουσιαστικό «αντιαμερικανισμός» για να αποφύγουν τις κακοτοπιές που θα απαιτούσε η ανάγκη ορισμού του Αμερικανισμού.
Ένα απλό ουσιαστικό που περικλείει άρνηση και κατά κάποιον τρόπο
περιγραφή μιας παθολογικής κατάστασης που χρήζει μελέτης από κοινωνιολόγους, ψυχολόγους και όποια άλλη ειδικότητα διαθέτει το επιστημονικό παζάρι.

Συνωστίζονται από τις στήλες των εφημερίδων για να παρουσιάσουν τον αντι-αμερικανισμό σαν βαθύ και σκοτεινό
φοβικό σύνδρομο της ελληνικής κοινωνίας στις σχέσεις της με την πέραν του Ατλαντικού υπερδύναμη. Ούτε λίγο ούτε πολύ παρουσιάζουν την Ελλάδα σαν απατημένη σύζυγο που δεν παίρνει αυτό που θέλει και τους 'Ελληνες σαν «ριγμένους» κερατάδες. Η ηθική λογιστική των ντόπιων απολογητών του Αμερικανισμού είναι η διανοητική έπαρση, η οποία συνίσταται στο να αδειάζουν, με μία μελό-διανοουμενίστικη ρητορική, την πραγματικότητα από το κοινωνικό της περιεχόμενο και την Ιστορία. Δεν είναι και πολύ δύσκολο σπορ. Κόβοντας και ράβοντας ή τυμβωρυχώντας στα απορρίμματα των αρχείων ο κάθε δημόσιος ιστορικός μπορεί να συντάξει ιστορικά η πολιτικά παραμύθια, ώστε να εξυπηρετήσει προκαθορισμένες απόψεις. Με πολύ λογισμό, άφθονη οίηση αλλά καθόλου αυτοπεποίθηση παρουσιάζουν τον αντι-αμερικανισμό σαν μία προσπάθεια των ντόπιων ελίτ να κρύψουν την πολιτική ανεπάρκεια, την τέλεια χαύνωση, την παρακμή, την αηδία , την κατάπτωση, τον εξευτελισμό, τον θεομπαιχτισμό τους κάτω από το πέπλο της "εξάρτησης-παρέμβασης" που τον χρειάζονται προκειμένου να δώσουν ένα περιεχόμενο, ένα συγκεκριμένο νόημα στην πολιτική τους υπόσταση. Ένα αποκύημα της φαντασίας επαγγελματιών συνομωσιολόγων που βλέπουν την παρουσία των Αμερικανών πίσω από το αποτέλεσμα του Εμφυλίου Πολέμου, την άνοδο του Παπάγου, την επιβολή του Καραμανλή, την πτώση του Γεωργίου Παπανδρέου, την Χούντα του Παπαδόπουλου, το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου, την εισβολή στην Κύπρο, το βιβλίο ιστορίας της ΣΤ δημοτικού. Άσχετο βέβαια αν μέχρι το 1977 οι αγγλοαμερικανοί συμμετείχαν στις συνεδριάσεις του ΚΥΣΕΑ, ή το 1993 μάθαμε από επισκέπτη Αμερικανό υπουργό ότι πηγαίναμε για εκλογές. Περισπούδαστες αναλύσεις αποσιωπούν την χρηματοδότηση ελληνικών ΜΚΟ από αμερικάνικά ιδρύματα. ΜΚΟ που, κατά ένα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης, δεν εξυπηρετούν πάντα τα ελληνικά συμφέροντα. Αναλυτές και δημοσιογράφοι υποβαθμίζουν την προσβλητική άρνηση κατάργησης της βίζας σαν ένα θέμα ελάσσονος πολιτικής σημασίας ενώ κατά τον κύριο Κισλινγκ, τον Αμερικανό διπλωμάτη που παραιτήθηκε μετά την εισβολή στο Ιράκ, η άρνηση ήταν η τιμωρία που επέβαλαν οι αμερικανοί στην Ελλάδα για το βέτο στα Σκόπια.

Ο αντι-αμερικανισμός τείνει να παρουσιασθεί σαν το εθνικό μας σπορ
μετά το ποδόσφαιρο και να λάβει μεταφυσικές διαστάσεις σαν η δαιμονοποίηση του φόβου μας ή και της φοβικότητάς μας στο διαφορετικό. Από την εποχή του κυπριακού αγώνα μέχρι σήμερα οι Έλληνες κατηγορούνται ότι έχουν πάρει διαζύγιο από την λογική και απλά ο αντι-αμερικανισμός είναι μία σταθερά της πολιτικής μας κουλτούρας. Πηγάζει από την κοινή πεποίθηση ότι η Αμερική είναι χώρα μυστηριώδης, ότι εκεί συμβαίνουν τα πάντα και λαμβάνονται οι μεγάλες αποφάσεις, χώρα αδίστακτη, αδυσώπητη και κέντρο διεθνών συνωμοσιών, στις οποίες χρεώνουμε όλα τα στραβά που μας συμβαίνουν, την κακομοιριά την δική μας και της υπόλοιπης ανθρωπότητας. Έχει μάλιστα γραφεί, με πολύ σοβαροφάνεια, από τους φορμαλιστές οπαδούς των σχηματοποιήσεων της «σύγκρουσης των πολιτισμών» του Χάντιγκτον που αναπαράγουν την μυθολογία η οποία συνεπάγεται την αποποίηση της ετερότητας, την απόρριψη της ευδαιμονίας της ταυτότητας, την άρνηση του διαφορετικού και την έξαρση του ομοίου, ότι «ο αντιαμερικανισμός στην Ελλάδα είναι σχεδόν αποκλειστικά πολιτισμικός, επειδή οι περισσότεροι 'Έλληνες φοβούνται πως η ηγεμονική κουλτούρα θα ισοπεδώσει το αίσθημα της ιδιαιτερότητας, της θρησκείας, της γλώσσας, των εθίμων". Ας γελάσουμε! Επειδή πίνουμε Κόκα Κόλα, τρώμε Μακντόναλντ η φοράμε μπλου-τζιν θα χάσουμε την εθνική μας ταυτότητα; Όποιοι τα έγραψαν η τα είπαν αυτά πρέπει να έχουν μακρά αποχή από την επιστήμη. Η Κόκα-κόλα, τα Μακντόναλντ και τα μπλου-τζιν ικανοποιούν πρωταρχικές ανάγκες του ανθρώπου, δίψα, πείνα, ντύσιμο και δεν είναι ενδεικτικά του αμερικάνικου τρόπου ζωής. Στην Αμερική κανείς δεν διανοείται να πάει επίσημα στον Λευκό Οίκο μπλουτζινάτος ή να μιλήσει στο Harvard χωρίς γραβάτα.

Εκείνο που έχει σημασία δεν είναι αυτά που λέγονται και γράφονται για τον αντι-αμερικανισμό της ελληνικής κοινωνίας, άλλα όσα δεν λέγονται και όσα δεν γράφονται. Οι διάφοροι ξεχνάν
δύο πράγματα: πώς η πολιτική έχει να κάνει με γεγονότα και τα γεγονότα όταν τα νοιώσεις δεν μπορεί να τα αντιμετωπίσεις με αφορισμούς και αναθέματα του τύπου «ο αντι-αμερικανισμός είναι νοσηρός όταν εκφράζεται με πάθος και απρόσμετρη άγνοια».

Ο Έλληνας πολίτης, με εξαίρεση την κομμουνιστική αριστερά που, μετά απο 60 χρόνια, ακόμη φαντασιώνεται
ότι τα ναπάλμ του Τρούμαν της στέρησαν την νίκη, πίστεψε στην Αμερική σαν την δύναμη του καλού για έναν καλύτερο κόσμο με ελευθερία του λόγου, ελευθερία της λατρείας του Θεού, ελευθερία από την ένδεια, ελευθερία από το φόβο. Ποτέ δεν υπήρξε αντι-αμερικανός. Από τα πακέτα της βοήθειας με την ελληνική και αμερικάνικη σημαία και τα δύο χέρια σε χειραψία στο σχέδιο Μάρσαλ, η Αμερική ήταν η συνισταμένη των ελπίδων των Ελλήνων για ένα καλύτερο αύριο. Ακόμα και σήμερα θαυμάζουν την Αμερική γι αυτό που θελει να φαίνεται ότι είναι. Την φωτισμένη, χωρίς κατακόμβες και υπόγεια, πόλη πάνω στο λόφο όπου η αξιοκρατία, η ελευθερία του λόγου, η απουσία κομματισμού, τα θαυμάσια Πανεπιστήμια, άσυλα γνώσης και δημιουργικής σκέψης και η παντελής απουσία κακοδαιμονίας σηματοδοτούν την πορεία της και είναι οι κινητήριες δυνάμεις που τραβάν το έθνος των Αμερικανών μπροστά.

Δεν μπορούμε όμως να θαυμάσουμε το θεοκρατικό, μιλιταριστικό, ιμπεριαλιστικό
καθεστώς που συνιστά σήμερα η Αμερική. Ο σταθεροποιητής ηγεμόνας που νίκησε το σκοτάδι εγκλωβίστηκε στην παραδοξολογία να μη δέχεται τη σημασία και τη νομιμότητα της αυτοδιάθεσης των λαών ως παγκόσμιο καλό. Η απογοήτευση η πίκρα μετά από τόσες θυσίες έγινε μεγάλη.. Φούντωσε μέσα στον αγώνα της Κύπρου. Περιμέναμε σαν λαός που πολέμησε πλάι-πλάι με τους Αμερικανούς συμμάχους ανθρωπιά και κατανόηση και όχι την στυγνή, ανούσια και βάρβαρη φράση:
"Εμείς (οι ΗΠΑ) δεν έχουμε καμία σχέση με αυτό" (
we[the United States] had nothing to do with it). Ήταν η απάντηση που πήρε ό Έλληνας πρέσβης από έναν δεύτερης κατηγορίας υπάλληλο του State Department όταν έτρεξε να εκλιπαρήσει τους Αμερικανούς να επέμβουν για την ζωή των Κυπρίων αγωνιστών Καραολή και Δημητρίου. Οι Έλληνες του τότε, όλοι οι Έλληνες και όχι μόνο οι ¨εθνικόφρονες" που τόσο βολικά και αυτάρεσκα υποστηρίζεται, αισθάνθηκαν προδομένοι. Οι αξίες του "ελεύθερου κόσμου", για τις οποίες η Ελλάδα πλήρωσε βαρύ τίμημα σε αίμα και ερείπια συμμετέχουσα με θέληση, πάθος και αυταπάρνηση στον αγώνα κατά του φασισμού, στα μάτια των Ελλήνων ήτανε ένα κούφιο γράμμα μια μουντζαλιά στη διακήρυξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τα ανθρώπινα δικαιώματα που διακηρύσσουν οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι ουραγοί τους , όλοι οι άνθρωποι έχουν τα ίδια δικαιώματα, γιατί όλοι έχουν εκ γενετής την ίδια αξιοπρέπεια και όλοι μετέχουν εξ ίσου του ορθού λόγου, από τότε υπέστησαν μία εωοσφρορική αλλοίωση και έπαψαν να εχουν την αξία του πανανθρώπινου αγαθού. Έγιναν ιδεολόγημα, ένα εργαλείο εξάσκησης εξωτερικής πολιτικής και υπηρέτες συμφερόντων. Ότι ήταν για τους κομμουνιστές χθες ο «προλεταριακός διεθνισμός» είναι σήμερα για του Αμερικανούς τα «ανθρώπινα δικαιώματα».
Οι αξίες θυσιάστηκαν για "ιδιοτελείς σκοπούς" στο βωμό΄του
Μολώχ που εγκατέλειψε τα προσχήματα.

Πολλοί εξαντλούν την κριτική της Αμερικής στην εγκαθίδρυση δικτατοριών, στη δολοφονία πολιτικών αρχηγών, στην ανατροπή καθεστώτων, στη δημιουργία αποσπασμάτων θανάτου στην Λατινική Αμερική, στην παρακολούθηση πολιτών σε όλο τον κόσμο, στους τυχοδιωκτικούς πολέμους στο όνομα της «δημοκρατίας» και των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων», στην λειτουργία των στρατοπέδων συγκέντρωσης στο Γκουαντάναμο και στο Αμπού Γκράιμπ. Όλα τα ανωτέρω είναι καταγγελίες εκείνων που βλέπουν τον δυνατό σαν κακό γιατί αναλύουν την δύναμη υπό το πρίσμα της μνησικακίας και της ταπείνωσης. Κάνουν από μία κρίση γεγονότος, μία κρίση αξίας.


Για να καταλάβουμε, όμως, τι είναι αντι-αμερικανισμός πρέπει να καταλάβουμε τί είναι Αμερικανισμός. Αν θελήσουμε να πάμε στις πηγές του αντι-αμερικανισμού πρέπει πρώτα να ορίσουμε τον Αμερικανισμό.
Απο τι απορρέει αυτή η αλαζονική έπαρση που λίγο λίγο, σκοτώνει όλες τις πνευματικές καλλιέργειες της γης, όλη την διαφοροποίηση του κόσμου, για να τις αντικαταστήσει με τις νεκρές μορφές ενός πολιτισμού χωρί ψυχή, παρά στο κατώτατο υλικό επίπεδο; Το επίπεδο αυτό του «αμερικανικού τρόπου ζωής», ο οποίος είναι το «ύστατον μέγιστον» του υλιστικού εκφυλισμού, το οποίο μας παρουσιάζεται, με την μαστρωπική ευχέρεια των ταχυδακτυλουργών του Χόλλιγουντ, σαν αναπόφευκτη κατάληξη κάθε εκσυγχρονισμού.

Αμερικανισμός είναι η ιδεολογία του αυτοκρατορικού εθνικισμού που ισοπεδώνει την πολυεθνικότητα, τις πολιτισμικές κληρονομιές, την διαφορετικότητα, αποδομεί κάθε μεγάλη συλλογική αφήγηση και κάθε φαντασιακό «ανήκειν». Προς τα έξω η Αμερική αυτοδιαφημίζεται σαν η χώρα μοντέλο του «πολυπολιτισμικού», του «πολυφυλετικού» του «πολυσυλλεκτικού» κράτους. Είναι οι λέξεις παγίδες για τους λαούς, τις μικρές χώρες που τις κυβερνάν μικρονοϊκές ή μικρόψυχες ελίτ οι οποίες, «χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ» προτρέπουν να γίνουμε η «Αμερική των Βαλκανίων». Προς τα μέσα είναι μία μονολιθική αυτοκρατορία, ένα έθνος ομοουσιο και αδιαίρετο το οποίο καλλιεργεί ένα πρωτόγνωρο, πρωτοφανή εθνικισμό με άξονα οδηγητικό την ιδιαιτερότητα των «αμερικανικών ιδεωδών» . Που δεν είναι τίποτε άλλο από μία τάση για συνεχή επέκταση, για συνεχή κυριαρχία κάτω απο το αγρυπνο βλέμμα του Θεού. « ..Και ευλόγησεν αυτούς ο Θεός, λέγων αύξανεστε και πληθύνεσθε και πληρώσατε την γήν και κατακυριεύσατε αυτήν» (Γενεσις Α,28).

Με χωρισμό του κράτους από την εκκλησία και όχι από τη θρησκεία (one Nation under God), ο Αμερικανισμός βασίζεται στο θέσφατο ενός έθνους ποιμνίου "του περιούσιου λαού" . Στο δόγμα ότι ο Θεός στις πιο διαφορετικές εκφάνσεις του θεωρείται ότι προτρέπει την Αμερική, όπου θρησκεια και κράτος είναι σαν τους σιαμαίους αδελφόυς που κανείς δεν μπορεί να τους χωρίσει γιατί τότε ο ένας απο τους δύο θα πεθάνει,να επιτελέσει ένα παγκόσμιο καθήκον, τον α λα Αμερικάνα εκπολιτισμό του κόσμου. Ο Θεός την καλεί να διαμορφώσει ένα βέβαιο πεπρωμένο. Είναι ο παντοδύναμος Θεός-Βούληση. Είναι η απόλυτη βούληση που δεν δεσμεύεται απο τίποτα και δεν αφήνει περιθώρια για καμμιά άλλη βούληση έξω απο αυτήν. Πιστεύει βαθιά ότι έχει τον «ελέω Θεού» προορισμό τον εξανθρωπισμό της ανθρωπότητας, με κινητήριο δύναμη την μανιχαϊκή αντίληψη ότι οι αμερικανοί εκπροσωπούν το υπέρτατο καλό που πολεμάει το υπέρτατο κακό που είναι οι "άλλοι". Από την μία οι δικοί μας, οι καλοί, οι γενναίοι, οι δίκαιοι, από την άλλη, οι κακοί, οι φονταμεταλιστές, οι βάρβαροι και οι τύραννοι. Διαβάζει το παρόν με τον κώδικα τον οποίο του προσφέρει η ανάγνωση του δικού του παρελθόντος. Είναι πίστη σε μία αλήθεια που ξεκινάει από την Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας. Αλήθεια αυταπόδεικτη που δεν επιδέχεται ερμηνείες και αποδείξεις. Είναι η αλήθεια που έγινε το δόγμα του αμερικανικού εθνικισμού. Οι δυνάμεις του κακού καραδοκούν. Ολοι μας μισούν γιατί «μισούν την ελευθερία» είναι το πρότυπο εθνικιστικό παράδειγμα. Η νίκη ενάντια στο κακό γίνεται το μέγιστο στρατηγικό καθήκον του Αμερικανισμού ως φορέα του καλού. Ο Αμερικανισμός, θρησκεία και κράτος, γίνεται το Πιστεύω, η συνεκτική ιδεολογία της ίδιας της ταυτότητας και ύπαρξης των ΗΠΑ, όπως είχε γίνει ο μαρξισμός - λενινισμός για τη Σοβιετική Ενωση. Ο Αμερικανισμός μετά τον Ιουδαισμό, τον Χριστιανισμό, το Ισλάμ είναι η τέταρτη μεγάλη θρησκεία που μηδενίζει οτιδήποτε αλλo εκτός αυτής.

Από τον Τζώρτζ Ουασινγκτον στον Μπαράκ Ομπάμα, με την λαμπρή παρένθεση του Φρανκλίνου Ρούσβελτ, η Αμερική δεν άλλαξε ποτέ. Είναι «μία», σε ότι αφορά στην υπονοούμενη «ιδεολογία» της. Απο τι απορρέει η «ιδεολογία» αυτή; Ένα έθνος επιστρέφει την ομοιογένεια ενός λαού, ή προστατεύει την ομοιογένεια αυτή. Η Αμερική κοσμοπολίτικη από κλίση και από προορισμό, είναι η ζωντανή άρνηση κάθε ειδικότητας εθνικής , κατά το μέτρο που, εξ αρχής, θέλησε να είναι ο πρόδρομος μιας μελλοντική Παγκόσμιας Δημοκρατίας. Πράγματι τίποτε δεν ενώνει σε ανώτερο επίπεδο τους Αμερικανούς, γιατί δεν έχουν τίποτα κοινό, εκτός ίσως απο μία κάποια περιφρονηση προς τα ευρωπαϊκά ιστορικά έθνη, την «παλιά Ευρώπη» του Ραμσφελντ, από τα οποία αποφάσισαν να αποχωρισθούν κάποτε. Υπο τους όρους αυτούς, το μόνο κοινό σημείο που μπορεί να τους ενώσει, δεν μπορεί παρά να υπάρξει παρά σαν μία ιδέα. Δεν μιλάνε για έθνος αλλά για μια ιδέα που ενώνει το έθνος και όχι την οποιαδήποτε ιδέα, αλλά μια θρησκευτική πίστη που μετακινεί βουνά.

Ο Αλέξις ντε Τοκεβίλ που ταξίδεψε στην Αμερική του Τζέφερσον σχολίασε την μοναδική αμερικανική τάση να αναμειγνύει τον θρησκευτικό ενθουσιασμό με την εθνικιστική υπερηφάνεια. Πράγματι, σε όλα τα πατριωτικά τραγούδια που υμνούν την Αμερική, απο το «Chester» του αγώνα για την ανεξαρτησία στο «The Battle Hymn of the Republic» του εμφυλίου πολέμου, το «America the Beautiful» και μέχρι τον Εθνικό Ύμνο «The Star Spangled Banner» ο Παντοδύναμος Θεός , κατά την προτροπή του Τζον Ανταμς, είναι «πανταχού παρών και τα πάντα πληρών». Ο Αμερικανισμός δεν είναι μία ιδεολογία όπως όλες οι άλλες, αλλά πιστη βασισμένη στην Βίβλο, κυρίως στην Παλαιά Διαθήκη. Όπως οι πρώτοι άποικοι ξεμπαρκαράνε στις ακτές του Νέου Κόσμου με την Βίβλο στο ένα χέρι και κραδαίνοντας το μουσκέτο με το άλλο, σήμερα μιλάει στον κόσμο και την οικουμένη κρατώντας την Βίβλο με το ένα χέρι και το πολυβόλο με το άλλο. Ο Λίνκολν στο λόγο της δεύτερης ορκωμοσίας του έδωσε το σκοπό της Αμερικής : «με αποφασιστικότητα για το δίκαιο , όπως ο Θεός μας φωτίσει να βλέπουμε το δίκαιο». Ενα δικαιο που την κόψη της ρομφαίας του δοκίμασαν οι Ινδιάνοι, οι λαοί των Φιλιππίνων, της Λατινικής Αμερικής, της Ν.Α. Ασίας, της Σερβίας, του Ιράκ, του Αφγανιστάν και έχει ο Θεός ποιοί και πόσοι άλλοι θα περάσουν απο τα μονοπάτια των δακρύων. Ακολουθεί κατά γράμμα την ρήσην της Παλαιάς Διαθήκης: «και νυν πορεύου και πατέξεις τον Αμαλήκ και Ιερίμ και πάντα τα αυτού και ου περιποιήση εξ αυτού και εξολοθρεύσεις αυτόν και αναθεματίεις αυτόν και πάντα τα αυτού και ού φείση απ΄αυτού και αποκτείνεις από ανδρός και έως γυναικός και απο νηπίου έως θηλάζοντος και απο μόσχου έως προβάτου και απο καμήλου έως όνου». (Βαιλειών ΙΕ, 4)

Ο νέος πρόεδρος επέλεξε να φθάσει στην Ουάσινγκτον ακολουθώντας την διαδρομή που είχε ακολουθήσει ο 16ος πρόεδρος της χώρας, Αβραάμ Λίνκολν. Ορκίστηκε στην Βίβλο που είχε χρησιμοποιήσει για την ορκωμοσία του ο Αβραάμ Λίνκολν. Για να θυμίσει με μεγάλο συμβολισμό τις θυσίες των προγόνων που: "Για εμάς ήταν που πολέμησαν και πέθαναν, σε μέρη σαν το Κόνκορντ και το Γκέτυσμπεργκ· τη Νορμανδία και το Κε Σαν. Ξανά και ξανά, αυτοί οι άνδρες και αυτές οι γυναίκες μόχθησαν και θυσιάστηκαν και δούλεψαν μέχρι τα χέρια τους να ζαρώσουν, ώστε εμείς να έχουμε μια καλύτερη ζωή. Είδαν την Αμερική σαν κάτι το μεγαλύτερο απ’ το άθροισμα των ατομικών μας φιλοδοξιών· κάτι το μεγαλύτερο απ’ όλες τις διαφορές στην καταγωγή, τον πλούτο ή τη φατρία του καθενός μας". Λόγια απλά, αλλά και μεστά που δίνουν το στίγμα του πώς στοχάζεται το έθνος αυτός που θέλει να αλλάξει τον κόσμο. Ο πρόεδρος Ομπάμα δεν προκάλεσε αγωνιώδη ερωτήματα για την ατομική και συλλογική ζωή των Αμερικανών. Εξαντλώντας τις δυνατότητες της γλώσσας με ανάφορες στην Βίβλο δεν αρνήθηκε την Αμερική για τον Κόσμο. Ο λόγος του δεν παρουσίασε καμία εγγενή υστέρηση από το γεγονός ότι εμείς οι άλλοι άλλοτε βλέπουμε τον κόσμο από την σταθερή σκοπιά του Έθνους και άλλοτε το Έθνος μέσα από τον κατακλυσμό των αλλαγών του κόσμου. Αναλογίστηκε: "τον δρόμο που ανοίγεται μπροστά μας, θυμόμαστε με ταπεινότητα κι ευγνωμοσύνη τους γενναίους Αμερικάνους που, αυτή τη στιγμή, περιπολούν μακρινές ερήμους και απόμακρα όρη. Έχουν κάτι σήμερα να μας πουν, σαν τους πεσώντες ήρωες στο Άρλιγκτον που ψιθυρίζουν μέσα απ’ το διάβα των αιώνων". Είναι στοχασμός για την Αμερική που περνάει μέσα από θυσίες και αποτελεί τον σκληρό πυρήνα μιας αντίληψης ιστορικότητας και ταυτόχρονα ενσωματώνει το παρελθόν μέσα στην ενατένιση του μέλλοντος. Είναι το μήνυμα της ιδεολογίας του Αμερικανισμού, του αυτοκρατορικού εθνικισμού.

Ο πρόεδρος Ομπάμα μίλησε στο όνομα των αξιών
της Αμερικής , στο όνομα της απειλής για την Αμερικής, στο όνομα της απειλής για τις πανανθρώπινες αξίες που ο μοναδικός φορέας και υπερασπιστής είναι η χώρα του . Μίλησε στο όνομα του δικαίου, του αμερικανικού δικαίου, στο όνομα του πατριωτισμού του αμερικανικού πατριωτισμού. Μίλησε για ειρήνη και αξιοπρέπεια του κάθε λαού, του κάθε Εθνουςς όπως τις ορίζει η χώρα του που είναι έτοιμη να ηγηθεί. Επειδή όμως η χώρα του εξακολουθεί να είναι ένα νεαρό έθνος, όμως όπως λέει η Γραφή, ήρθε ο καιρός να αφήσει στην άκρη «τα του νηπίου». Ήρθε ο καιρός να επιρρώσει το προαιώνιο πνεύμα του. Να αναδεχθεί την πιο καλή ιστορία του. Να προαγάγει το πολύτιμο αυτό δώρο, τούτη την ευγενή ιδέα, που πέρασε από γενιά σε γενιά: τη θεόδοτη υπόσχεση πως όλοι είναι ίσοι, όλοι είναι ελεύθεροι και όλοι δικαιούνται μια ευκαιρία να επιδιώξουν την ευτυχία τους στην πληρότητά της. Με βαθιά συνείδηση αυτοκρατορίας το αμερικανικό δίκαιο πρέπει να είναι παγκόσμιο δίκαιο, ο αμερικανικός πατριωτισμός πρέπει να είναι παγκόσμιος πατριωτισμός: "κάτω τα σύνορα και οι πατρίδες" των άλλων, οι αμερικανικές αξίες πρέπει να γίνουν παγκόσμιες αξίες.

Από το η Αμερική είναι "η τελευταία ελπίδα του κόσμου" του Λίνκολν, στον "Αμερικανικό αιώνα" του Λούς μέχρι την εθνικιστική κορόνα του Ομπάμα "οι Αμερικανοί παραμένουν το πλέον ευημερούν, πιο ισχυρό έθνος στον πλανήτη γή" ο Αμερικανισμός είναι έτοιμος να κατακτήσει τον κόσμο. Έχει μία κκαι μόνο αποστολή τον εξαμερικανισμό όλων ανεξαρτήτως των λαών, όχι μόνο οικονομικό, όχι μόνο πολιτικό, όχι μόνο στρατιωτικό. Σε όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπινης έκφρασης. Παλεύει για την προοδευτική εξαφάνιση της διαφοροποίησης του κόσμου. Επιδιώκει την ισοπέδωση των λαών, την σμίκρυνση όλων των πολιτισμών σε ένα "παγκόσμιο πολιτισμό" ένα "αμερικανικό πολιτισμό" κτισμένο πάνω σε ότι είναι πιο κοινό ευτελές και αμελητέο. Έχει υιοθετήσει τις αρχές ενός βαμπιρικού χυδαίου καταναλωτισμού, χωρίς αρχές, χωρίς αξίες, πέρα απο τις πιστωτικές, χωρίς οράματα ζωής, χωρίς ευαισθησίες, χωρίς αντιστάσεις, χωρίς πολιτισμό. Ή όλοι θα γίνουμε αντικείμενα της ιστορίας, της αμερικάνικης ιστορίας, ή όλους θα μας ρίξουν στα Τάρταρα. Ή όλοι θα αποδεχθούμε την ιερή αποστολή του Αμερικανισμού ή είμαστε τρισκατάρατοι αμαρτωλοί, όποτε θα έλθει ο τιμωρός Γιαχβέ να μας φέρει στο δρόμο του. Μία τάση που συνοψίζεται στο επίγραμμα του Μαρκ Τουαίν: «Ο κανόνας είναι τέλειος: Όσον αφορά απόψεις και γνώμες οι αντίπαλοι μας είναι παράφρονες».

O Αμερικανισμός ξεκίνησε να επιβάλει στον κόσμο τα Diktat μιας δήθεν ελεύθερης κοινωνίας ανθρώπων που δεν είχαν να φοβηθούν πάρα μόνο το ίδιο τον φόβο και στην ουσία δεν είναι παρά μία ιστορία φόβου που έφτασε σε σημείο ανοιχτής λοιδωρίας κάθε έννοιας διεθνούς δικαίου. «Διεθνές Δίκαιο; Συγγνώμη, δε ρώτησα τον δικηγόρο μου», απάντησε ο Tζορτζ Mπους σε ερώτηση δημοσιογράφου για την απόφασή του να αποκλείσει από τις συμβάσεις για την ανοικοδόμηση του Iράκ όσους δεν πήραν μέρος στον πόλεμο. Με το έτσι θέλω και μονομερώς ο Αμερικανισμός λαμπρός μέσα στην ωμότητά του, ιδεαλιστής μέσα στην κατακτητικότητά του και γενναιόδωρος μέσα στην αλαζονεία του, κατά το Καβαφικό: «-ασυνείδητος,ήσυχος, κ’ ευτυχής’ ακμαίος μες στην ευρωστία της σαρκός και στης νεότητας τ’ ωραίο σφρίγος.» χαράζει γραμμές στην άμμο, σαν τον «Κουκόπετρο» ξεκινάει νέες σταυροφορίες του δικού του «καλού» εναντίον των «άλλων», και κατά το μηδενιστικό λεξιλόγιο του Γούλφοβιτς θέλει να καταργήσει τα έθνη, να επιβάλει την πολιτική του μονοπολισμού στις διεθνείς σχέσεις, την αδιαλλαξία και την μονομέρεια ως προς τη σκληρή ισχύ. Πρόκειται για έναν τρόπο απολυταρχικής επιβολής που αρνείται το δικαίωμα στο παλιό να επιβιώσει, αν όχι σαν διαμαρτυρία, έστω σαν μαρτυρία, Ιστορία πνιγμένη στο αίμα σελίδων. "Μας έκοψαν στα δυο" για να είναι ο κόσμο ελεύθερος και όμως οι δεινόσαυροι εξακολουθούν να κόβουν τον κόσμο στα μέτρα τους. Τον ξάπλωσαν πάνω στο προκρούστειο κρεββάτι των ιδεολογημάτων τους και με ένα ιδιόμορφο συνδυασμό αλαζονείας και ναρκισσισμού τον πελεκάν μέχρι να χωρέσει.



Ήδη, από την μία άκρη του πλανήτου ως την άλλη, βλέπει κανείς να υψώνεται ο ίδιος τύπος κτιρίων, να εισάγονται οι ίδιες διανοητικές συνήθειες. Από τα "Χολινταίυ Ινν" ως τα "Χίλτον" βλέπει κανείς να περιδιαγράφονται τα όρια ενός κόσμου ντυμένου με την ίδια γκρίζα στολή.
Όταν ταξιδεύει κανείς σε άλλες ηπείρους η χαρά που αισθάνεται στο ταξίδι είναι να βλέπει τους ποικίλους τρόπους ζωής ακόμη ριζωμένους, είναι να βλέπει τους διαφορετικούς λαούς να ζουν με τον δικό τους ρυθμό, με άλλο χρώμα δέρματος, με άλλο πολιτισμό, με άλλη νοοτροπία και που είναι υπερήφανοι για την διαφορά της. Αυτή η διαφοροποίηση είναι ο πλούτος του κόσμου και ο ισοπεδωτισμός την σκοτώνει. Γι αυτό πρέπει κανείς όχι μόνο να σέβεται τους άλλους, αλλά να υποβοηθεί παντού την πιο νόμιμη επιθυμία να υπάρξει, την επιθυμία να εκδηλώσει μία προσωπικότητα διαφορετική από κάθε άλλη, να υπερασπισθεί μία κληρονομιά, να αυτοκυβερνηθεί σύμφωνα με αυτό που είναι ο καθένας. Και αυτό εγκλείει να αγωνιστεί κανείς εναντίον ενός απειλητικού Αμερικανισμού που δεν είναι παρά η άρνηση του άλλου, ή άρνηση της διαφοροποίησης, η επιβολή ενος κοινωνικού Δαρβινισμού με αποχρώσεις αγγλο-σαξονικού ρατσισμού.

Ο δρόμος είναι δύσκολος και μακρύς, ανηφορικός και δύσβατος. Επιβάλλεται, πρέπει να τον περπατήσουμε, να τον ανεβούμε στο όνομα της συνθετότητας και πολυπλοκότητας της ανθρώπινης ιστορίας μας που ο Αμερικανισμός θέλει δια της βίας να καταργήσει.

Το μέλλον ανήκει σ’ αυτούς που έχουν την μακρύτερη μνήμη του παρελθόντος τους. Γιατί μνήμη είναι θέληση. Η επανεύρεση του εαυτού είναι μία συνειδητή πράξη, μία θεληματική επιλογή. Επιπλέον η «μνήμη» του απώτερου παρελθόντος έχει ισχύ προβολής έναντι ενός «ισχυρότερου μέλλοντος». Το παρελθόν εγγράφεται κάθε στιγμή σε ένα παρόν συνεχώς ανανεούμενο και μόνο επιστρέφοντας στις «πηγές», στις «ρίζες» μπορεί κανείς να αποκτήσει το ισχυρότερο παρόν και το πιό ευοίωνο μέλλον.


Σήμερα
που ο αγώνας είναι πιο δύσκολος από ποτέ και η έκβαση του είναι πιο αμφίβολη από ποτέ. Τα λόγια που ο Τζορτζ Ουάσινγκτον διέταξε να διαβαστούν στον λαό του, μέσα σε μία κρύα νύχτα του χειμώνα, όταν ο εχθρός του προήλαυνε ας χαραχθούν στην μνήμη μας. Ας γίνουν το καψούλι που θα πυροδοτήσει την καινούργια έκφραση αγώνα και θα ακυρώσει την ιερότητα που διεκδικεί ο Αμερικανισμός.

«Ας ειπωθεί προς τις μέλλουσες γενιές… ότι στο βάθος του χειμώνα, όταν τίποτα δεν μπορούσε να επιβιώσει, πέρα απ’ την ελπίδα και την αρετή… η πόλη και η ύπαιθρος, θορυβημένες από τον κοινό κίνδυνο, στάθηκαν μπροστά με σκοπό να τον αντιμετωπίσουν».

Για αυτόν που θα ήθελε να εμβαθύνει:

· David Gelenter: «Americanism, The Fourth Great Religion», Doubleday, 2007

· Anatol Lieven: «America Right or Wrong, An Anatomy of American Natiolalism, Oxford, 2004

· MinxinPei: The Paradoxes of American Nationalism http://www.carnegieendowment.org/pdf/files/Pei_Paradoxes_of_American_Nationalism.pdf